- ευπολίτευτος
- εὐπολίτευτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός τού οποίου η πολιτεία, η διαγωγή είναι καλή, ο ευάρετος, ο κόσμιος2. (για τη ζωή) ενάρετη, κόσμια («βίον εὐπολίτευτον»)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπολίτευτονη ενάρετη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πολιτεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.